συνομολογήσει

συνομολογήσει
συνομολογέω
say the same thing with
aor subj act 3rd sg (epic)
συνομολογέω
say the same thing with
fut ind mid 2nd sg
συνομολογέω
say the same thing with
fut ind act 3rd sg
συνομολογέω
say the same thing with
aor subj act 3rd sg (epic)
συνομολογέω
say the same thing with
fut ind mid 2nd sg
συνομολογέω
say the same thing with
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… …   Dictionary of Greek

  • Κολινί, Γκασπάρ ντε-, κόμης του Σατιγιόν — (Gaspar de Coligny, compte de Chatillion, Σατιγιόν σιρ Λουί 1519 – Παρίσι 1572). Γάλλος ναύαρχος και πολιτικός. Ήταν αρχηγός των Ουγενότων (Γάλλοι προτεστάντες) κατά την πρώτη περίοδο των θρησκευτικών πολέμων. Εισήλθε στην Αυλή σε πολύ νεαρή… …   Dictionary of Greek

  • Μπελίζ — Κράτος της βορειανατολικής Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό και Ν και ΝΔ με τη Γουατεμάλα. Βρέχεται Α από την Καραϊβική Θάλασσα.Mετά την εξαφάνιση του πολιτισμού των Mάγια, η ιστορία της μικρής χώρας, που από την 1η Iουνίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”